- Οσμανίδες
- οιοι σουλτάνοι τής δυναστείας τού Οσμάν, ιδρυτή τού κράτους που αποτέλεσε τον πυρήνα τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < Οσμάν / Οθμάν, όν. τού ιδρυτή τής οθωμανικής αυτοκρατορίας + κατάλ. -ίδες (βλ. λ. -ίδης). Η λ., στον λόγιο τ. Ὀσμανίδαι, μαρτυρείται από το 1841 στον Ιάκ. Νερουλό].
Dictionary of Greek. 2013.